- μπλοκάρω
- μπλοκάρω, μπλόκαρα και μπλοκάρισα βλ. πίν. 53——————Σημειώσεις:μπλοκάρω : και με την έννοια → μπλοκάρομαι, π.χ. είχαν σχεδόν και οι δυο μπλοκάρει (Αντίπ. Εραστής, σελ. 25).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπλοκάρω — 1. κάνω μπλόκο, αποκλείω τη διέξοδο, πολιορκώ, περικυκλώνω 2. (σχετικά με χρήματα) δεσμεύω («μπλοκάρουν τις καταθέσεις») 3. (συν. το μέσ.) (για συσκευή ή μηχάνημα) δυσλειτουργώ λόγω παρεμβολής ή παύω να λειτουργώ λόγω εμπλοκής (α. «το τηλέφωνο… … Dictionary of Greek
μπλοκάρω — (λ. ιταλ.), μπλόκαρα και μπλοκάρισα, μπλοκαρίστηκα, μπλοκαρισμένος, στήνω μπλόκο, αποκλείω, περικυκλώνω, εμποδίζω: Μπλόκαρα στην κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπλοκάρισμα — το 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα») 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά … Dictionary of Greek
ξεμπλοκάρω — 1. ελευθερώνω, ανοίγω διέξοδο («η έγκαιρη επέμβαση τού τροχονόμου ξεμπλοκάρισε τελικά τον δρόμο») 2. αποδεσμεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μπλοκάρω] … Dictionary of Greek
αποκλείω — και αποκλείνω εισα, είστηκα, εισμένος 1. περιορίζω, μπλοκάρω, απαγορεύω: Η περιοχή αποκλείστηκε από τα χιόνια. 2. δε συμπεριλαβαίνω κάτι ή κάποιον ανάμεσα σ άλλους: Αποκλείστηκαν από τις εξετάσεις όσοι δεν υπόβαλαν εμπρόθεσμα τα σχετικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)